- αμφιλεγόμενα
- τα (Α ἀμφιλεγόμενα) [ἀμφιλέγω]τα αμφισβητούμενα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αμφιλέγω — ἀμφιλέγω (Α) 1. φιλονικώ, λογομαχώ 2. αμφισβητώ, αμφιβάλλω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + λέγω. ΠΑΡ. ἀμφιλεγόμενα, ἀμφίλεκτος, ἀμφίλογος] … Dictionary of Greek
μαντόνα — (Madonna Louise Veronica Ciccone, Ρότσεστερ 1958 –). Αμερικανίδα τραγουδίστρια της ποπ και ηθοποιός. Σπούδασε χορό και ηθοποιία σε κολέγια του Μίσιγκαν και της Νότιας Καρολίνας. Το 1977 μετακόμισε στη Νέα Υόρκη, συνεχίζοντας σπουδές χορού και δύο … Dictionary of Greek
Ιρλανδία — Επίσημη ονομασία: Δημοκρατία της Ιρλανδίας Έκταση: 70.280 τ. χλμ. Πληθυσμός: 3.883.159 (2002) Πρωτεύουσα: Δουβλίνο (495.102 κάτ. το 2002)Νησιωτικό κράτος της βορειοδυτικής Ευρώπης. Καλύπτει τα πέντε έκτα της έκτασης του ομώνυμου νησιού που… … Dictionary of Greek
Καν, Λούις — (Lοuis Kahn, Εσθονία 1901 – Νέα Υόρκη 1974). Αμερικανός αρχιτέκτονας. Δίδαξε στο πανεπιστήμιο της Πενσιλβάνια και έγραψε αξιόλογα θεωρητικά δοκίμια. Ύστερα από μια περίοδο ακαδημαϊσμού, δέχτηκε την επίδραση του ευρωπαϊκού ρασιοναλισμού. Διατήρησε … Dictionary of Greek
Μασσιάλας, Βύρων — (Αθήνα 1929 –). Παιδαγωγός, κοινωνιολόγος και πανεπιστημιακός. Σπούδασε ιστορία και πολιτικές επιστήμες στο πανεπιστήμιο Butler, πολιτικές επιστήμες και παιδαγωγικά κοινωνιολογία στο πανεπιστήμιο της Ιντιάνα, του οποίου αναγορεύτηκε αργότερα… … Dictionary of Greek